τεμπελχανείο

τεμπελχανείο
και τεμπελχανιό, το, Ν·ομάδα ή κατοικία τεμπέληδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπελχανάς. Η λ., στον λόγιο τ. τεμπελχανεῖον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεμπελχανείο — το 1. μέρος στο οποίο καταφεύγουν τεμπέληδες. 2. ομάδα τεμπέληδων που μαζεύτηκαν για να τεμπελιάσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωλοχανείο — το 1. χαμαιτυπείο στο οποίο προσφέρεται και πρωκτική συνουσία 2. μτφ. χώρος όπου επικρατεί μεγάλη ακαταστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + χανείο κατά το τεμπελχανείο < τεμπελχανάς < τουρκ. tembel hane «κατοικία τεμπέληδων»] …   Dictionary of Greek

  • τεμπελάδικο — το, Ν τεμπελχανείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπέλης + κατάλ. άδικο (πρβλ. τρελ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • τεμπελχανιό — το, Ν βλ. τεμπελχανείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”